- δαφνηφορείον
- δαφνηφορεῑον, το (Α) [δαφνηφόρος]ναός τού Απόλλωνος δαφνηφόρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαφνηφορείῳ — δαφνηφορεῖον temple of Apollo neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)